- τρομαίνω
- τρομ-αίνω,A = τετρεμαίνω, AB228.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρομαίνω — Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) τετρεμαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τετρεμαίνω*, σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα τρομ τού θ. τρεμ τού τρέμω* χωρίς αναδιπλασιασμό τε ] … Dictionary of Greek